μαξιλάρωμα

μαξιλάρωμα
το
1. αλληλοχτύπημα με μαξιλάρια: Τους άρεσε να παίζουν μαξιλάρωμα.
2. αποδοκιμασία ρίχνοντας μαξιλάρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαξιλάρωμα — το 1. το χτύπημα κάποιου με μαξιλάρια 2. η εξακόντιση τών μαξιλαριών τών καθισμάτων από τους θεατές κατά τής σκηνής τού θεάτρου ως τρόπος αποδοκιμασίας τού συγγραφέα ή τών ηθοποιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην… …   Dictionary of Greek

  • μαξιλαροπόλεμος — ο αλληλοχτύπημα με μαξιλάρια, μαξιλάρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”